- σφουγγαρόπανο
- τοπανί με το οποίο πλένονται τα πατώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφουγγαρόπανο — το, Ν χοντρό ύφασμα κατάλληλο για πλύσιμο και καθάρισμα πατώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + πανί] … Dictionary of Greek
λινάτσα — η 1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων 2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. άτσα, πρβλ. μπουγ άτσα] … Dictionary of Greek
σφουγγάρισμα — το, Ν [σφουγγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφουγγαρίζω και, κυρίως, καθάρισμα με σφουγγάρι, σφουγγαρόπανο ή σφουγγαρίστρα … Dictionary of Greek
σφουγγαρίζω — και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν [σφουγγάρι] 1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι 2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα 3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
σφουγγαρίζω — σφουγγάρισα, σφουγγαρίστηκα, σφουγγαρισμένος, καθαρίζω το δάπεδο με σφουγγαρόπανο: Σφουγγάρισε το πάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασίνα — η 1. (ναυτ.), πισσωτή λουρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν χοντρό σκοινί, για να το προφυλάξουν από την τριβή. 2. γενικό σφουγγάρισμα, εντατικό πλύσιμο χώρου, γενική καθαριότητα: Θα επιθεωρήσει ο διοικητής κι έχουμε φασίνα στο λόχο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)